Η συστημική σκέψη αποτελεί πολύτιμο εργαλείο κατανόησης της οργανωμένης πολυπλοκότητας. Αντικείμενο του ενδιαφέροντος της είναι τα φαινόμενα που συνδέονται μεταξύ τους με λογικά μη γραμμικές σχέσεις. H συστημική σκέψη, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1940, ως απάντηση στην αποτυχία της μηχανιστικής σκέψης και του βιταλισμού να εξηγήσουν τα βιολογικά φαινόμενα. (Gelder et al., 2007).
Η συστημική θεωρία βασίστηκε στη γενική θεωρία συστημάτων (Burnham, 1986). Πρόκειται για μια θεωρία η οποία αναπτύχθηκε αρχικά στο χώρο της μηχανικής, για να βρει αργότερα εφαρμογή και σε άλλες επιστήμες, όπως η οικονομία, η βιολογία, και η πληροφορική. Η θεωρία των συστημάτων είναι μια σύγχρονη προσπάθεια σύνθεσης των διαφόρων όψεων της πραγματικότητας, υιοθετώντας μια ολιστική και «σχεσιακή» αντίληψη του κόσμου. Για πολλά χρόνια οι επιστήμονες προσπαθούσαν να εξηγήσουν πολύπλοκα φαινόμενα ξεκινώντας από τα βασικά τους συστατικά στοιχεία που ήταν όμως πολύ απλά στη φύση τους για να δώσουν μια ολοκληρωμένη ερμηνεία του όλου. Ένα από τα πιο δισεπίλυτα προβλήματα είναι η εξήγηση της σκοπιμότητας που διέπει την συμπεριφορά με βάση απλές, μηχανιστικές διαδικασίες (Gelder et al., 2007).
Η συστημική θεωρία πρόσφερε μια εναλλακτική λύση σ’ αυτό το αδιέξοδο δείχνοντας τον τρόπο με τον οποίο η σκόπιμη συμπεριφορά εμφανίζεται ως ιδιότητα ενός συστήματος που αποτελείται από απλά στοιχεία τα οποία όμως δεν χαρακτηρίζονται από σκοπιμότητα. Υπάρχει ένας στόχος στο μέλλον. Ο σκοπός όμως βρίσκεται στο παρόν (Παρίτσης, 2012). Πάνω στην ίδια λογική, η συστημική θεωρία βρήκε εφαρμογή και στο χώρο της ψυχοθεραπείας και της συμβουλευτικής, αντιμετωπίζοντας τα ανθρώπινα «προβλήματα» ως εγγενείς και δυναμικές ιδιότητες των κοινωνικών συστημάτων και ιδιαίτερα της οικογένειας, και όχι ως χαρακτηριστικό των ατόμων που απαρτίζουν αυτό το κοινωνικό σύστημα. Καταργώντας την παγιωμένη αντίληψη της γραμμικής αιτιότητας (δηλαδή την θέαση των κοινωνικών φαινομένων μέσα από τη σχέση αιτίου-αποτελέσματος), η συστημική σχολή διευρύνει την μελέτη κάθε ανθρώπινου συστήματος ως όλου, δίνοντας έμφαση στις σχέσεις των μερών που απαρτίζουν το σύστημα (Gelder et al., 2007).
Αρχικά πρέπει να ορίσουμε τι θεωρείται σύστημα. Σύστημα είναι ένα σύμπλεγμα αλληλοεπηρεαζόμενων και αλληλοεξαρτώμενων μεταξύ τους στοιχείων. Κάθε αλλαγή σε κάποιο στοιχείο του συστήματος επιφέρει αλλαγές σε ολόκληρο το σύστημα (Griffin, 1993). Το σύστημα δεν είναι απλά το άθροισμα των μερών του, αλλά μια οργανική ενότητα που διαφέρει ποιοτικά από τα επιμέρους κομμάτια που την απαρτίζουν.
Η κυριότερη εφαρμογή της συστημικής θεωρίας στην ψυχολογία είναι οικογενειακή ψυχοθεραπεία (Boscolo et al., 1987; Bowen, 1978). Το βασικό ανθρώπινο κοινωνικό σύστημα της οικογένειας, κατά την συστημική προσέγγιση, δεν είναι απλά μια ομάδα ανθρώπων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Είναι μια σύνθετη ολότητα με δικής τη δομή, κανόνες και στόχους, στην οποία οι αλληλεπιδράσεις των μελών είναι εξίσου - αν όχι περισσότερο- σημαντικές από τα δρώντα μέλη. Γι’ αυτόν το λόγο, είναι άσκοπη και αδύνατη η κατανόηση της συμπεριφοράς ενός μέλους της οικογένειας, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των άλλων μελών. Με άλλα λόγια, αντικείμενο και στόχος της θεραπευτικής παρέμβασης στην συστημική οικογενειακή ψυχοθεραπεία δεν είναι πλέον το μεμονωμένο άτομο, αλλά το σύστημα των σχέσεων στο οποίο ανήκει το άτομο (Gelder et al., 2007).
Στα πλαίσια της συστημικής προσέγγισης στη ψυχοθεραπεία και την συμβουλευτική, ο θεραπευόμενος κατανοείται κι αντιμετωπίζεται ως μέλος ενός συστήματος που βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση κι «ανταλλαγή» πληροφοριών με τα υπόλοιπα μέλη του συστήματος (π.χ. της οικογένειας, της σχολικής τάξης, της επιχείρησής στην οποία δουλεύει, κλπ), αλλά και ταυτόχρονα με άλλα μικρότερα, ή μεγαλύτερα συστήματα, στα οποία είναι μέλος.
Το αίτημα του ατόμου -του ζευγαριού ή της οικογένειας- για βοήθεια εξετάζεται από τον συστημικό ψυχοθεραπευτή πάντα σε συνάρτηση με τον συγκεκριμένο ρόλο και θέση που κάθε μέλος του συστήματος έχει στην παρούσα φάση της εξέλιξής του (Gelder et al., 2007).
Η ίδια η θεραπευτική σχέση ανάμεσα στον ψυχοθεραπευτή και τον θεραπευόμενο είναι ένα καινούργιο σύστημα με τη δική του δυναμική. Εκτός από την απαραίτητη έμφαση στο πλέγμα των σχέσεων και την ποιότητα των αλληλεπιδράσεων των ατόμων που ζητάνε βοήθεια, ο συστημικός ψυχοθεραπευτής δεν παραβλέπει σε καμία περίπτωση τους βασικούς εκείνους παράγοντες που ενδυναμώνουν και πλουτίζουν την ίδια τη θεραπευτική σχέση. Συγκεκριμένα, ο συστημικός σύμβουλος ή ψυχοθεραπευτής γνωρίζει ότι το βασικό θεραπευτικό «εργαλείο» είναι ο εαυτός του και ότι, ως μέλος κι αυτός -μαζί με τον θεραπευόμενο- του ψυχοθεραπευτικού συστήματος, δεν γίνεται να παραμείνει αμέτοχος και να παρατηρεί απλά και μόνο από τη θέση του «ειδικού», αλλά αντίθετα καλείται να καλλιεργήσει μια ατμόσφαιρα βαθιάς ενσυναίσθησης, αποδοχής και αυθεντικότητας στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ αυτόν και τον θεραπευόμενο (Gelder et al., 2007).
Επιγραμματικά, το σύστημα είναι διαφορετικό από το άθροισμα των μερών του. Για να κατανοήσουμε τα μέρη, πρέπει να κατανοήσουμε το σύνολο και αντίστροφα. Τα μέρη του συστήματος αλληλεπιδρούν και επηρεάζουν το ένα το άλλο. Δεν είναι υπεύθυνο ένα άτομο για μια συμπεριφορά σε μια οικογένεια αλλά οι αλληλεπιδράσεις των μελών το κάνουν να συμπεριφέρεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο (Παρίτσης, 2012).
ΤΣΑΛΙΚΟΥ ΚΑΛΛΙΟΠΗ, ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ
Μόνοι μας μπορούμε να κάνουμε τόσο λίγα. Μαζί μπορούμε να κάνουμε τόσο πολλά.
Gelder et al. (2007). New Oxford Textbook of Psychiatry. Αθήνα, εκδόσεις Πασχαλίδης
Griffin, W. A. (1993) Family Therapy: Fundamentals of Theory and Practice. New York: Brunner/Mazel.
Παρίτσης, (2012). Συστιμική Ψυχιατρική. Η νοημοσύνη της ζωής. ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις ΜΕΠΕ. Αθήνα